- λόρδα
- ημεγάλη πείνα: Είχε να φάει τρεις μέρες και τον έκοψε λόρδα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λόρδα — η 1. μεγάλη πείνα 2. φρ. «μέ κόβει λόρδα» ή «κόβω λόρδες» ή «κόβω λόρδα» πεινώ υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λορδῶ «κυρτώνομαι προς τα εμπρός ή < λώριδα < λωρίδα «ταινία τών εντέρων», ενώ η άποψη κατά την οποία η λ. προήλθε από το λόρδος (από… … Dictionary of Greek
κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… … Dictionary of Greek
μπασαβιόλα — η 1. μουσ. βαθύχορδο όργανο, το κοντραμπάσο 2. μτφ. πείνα, λόρδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bassa viola (βλ. λ. μπάσο)] … Dictionary of Greek